ἐνοχλεῖ

ἐνοχλεῖ
ἐνοχλέω
trouble
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ἐνοχλέω
trouble
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
ἐνοχλέω
trouble
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ἐνοχλέω
trouble
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐνόχλει — ἐνοχλέω trouble pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐνοχλέω trouble pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐνοχλέω trouble imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἐνοχλέω trouble imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'νόχλει — ἀ̱νόχλει , ἀνοχλέω imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀνόχλει , ἀνοχλέω pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀνόχλει , ἀνοχλέω imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἐνόχλει , ἐνοχλέω trouble pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐνόχλει …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλογόμυγα — Βλ. λ. ιππόβοσκος ο ίππειος. * * * η 1. μύγα που ενοχλεί τα άλογα και τα άλλα υποζύγια, βοϊδόμυγα, οίστρος 2. αυτός που επίμονα ενοχλεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + μύγα] …   Dictionary of Greek

  • ανενόχλητος — η, ο (AM ἀνενόχλητος, ον) εκείνος που δεν τον ενοχλεί κανείς, ο αδιατάρακτος, ο ανεμπόδιστος μσν. νεοελλ. εκείνος που δεν ενοχλεί τους άλλους, ο φιλήσυχος μσν. αμέριμνος, ξέγνοιαστος …   Dictionary of Greek

  • Kostas Themistocleous — (Greek: Κώστας Θεμιστοκλέους born in 1949) is a Cypriot politician. He studied Economics and political sciences in Athens. He also studied MSc Economics Developing in London. He is married with Avgi Lymbouri and has 2 daughters and 1 son.… …   Wikipedia

  • Πιλάτος — ο, Ν 1. ο Ρωμαίος επίτροπος τής Ιουδαίας που παρέδωσε τον Χριστό στον σταυρικό θάνατο 2. ως προσηγ. καθετί που ενοχλεί ή ταλαιπωρεί (α. «σταμάτα τον αυτό τον πιλάτο» β. «άρχισε πάλι ο πιλάτος στο δόντι μου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Πιλᾶτος] …   Dictionary of Greek

  • άνοχλος — ἄνοχλος, ον (Α) εκείνος που δεν ενοχλεί, που δεν εμποδίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + όχλος «ενόχληση»] …   Dictionary of Greek

  • άοχλος — ἄοχλος, ον [όχλος] (Α) αυτός που δεν ενοχλεί, μη ενοχλητικός …   Dictionary of Greek

  • αγγιαχτερός — ή, ό αυτός που ενοχλεί, που πειράζει κάποιον με λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αγγιαχτός + παραγ. κατάλ. ερός] …   Dictionary of Greek

  • αγκυλωτήρι — το [αγκυλώνω] (για πρόσωπα) αυτός που τού αρέσει να αγκυλώνει, να ενοχλεί τους άλλους (πειραχτήρι) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”